- πυληγόρος
- ὁ, Αβλ. πυλαγόρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πυληγόροι — Πυληγόρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… … Dictionary of Greek